περιμαζώνω
Смотреть что такое "περιμαζώνω" в других словарях:
περιμαζώνω — Ν περιμαζεύω … Dictionary of Greek
περιμαζώνω — περιμάζωξα, περιμαζώχτηκα, περιμαζωμένος, βλ. περιμαζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιμάζωμα — το, Ν [περιμαζώνω] το περιμάζεμα … Dictionary of Greek